ὑπόκωφος — somewhat deaf masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόκωφος — η, ο / ὑπόκωφος, ον, ΝΜΑ [κωφός] (για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από βάθος, βαθύς μσν. αρχ. ο αμβλύς στην ακοή ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον γερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) αρχ. παράλογος, ασυνάρτητος. επίρρ... ὑπόκωφα Ν … Dictionary of Greek
ὑπόκωφον — ὑπόκωφος somewhat deaf masc/fem acc sg ὑπόκωφος somewhat deaf neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκωφότερος — ὑπόκωφος somewhat deaf masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκώφοις — ὑπόκωφος somewhat deaf masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκώφους — ὑπόκωφος somewhat deaf masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκώφῳ — ὑπόκωφος somewhat deaf masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόκωφοι — ὑπόκωφος somewhat deaf masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίδουπος — ἁλίδουπος, ον και ἁλίγδουπος (Α) 1. (για τον Ποσειδώνα) αυτός που ηχεί στη θάλασσα 2. (για τη θάλασσα) πολυθόρυβος, βροντερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + δοῦπος «βαρύς, υπόκωφος ήχος» ο τ. ἁλίγδουπος εκφραστικός σχηματισμός] … Dictionary of Greek
ανάκουφος — η, ο 1. ελαφρός, ανάλαφρος 2. αυτός που δεν είναι καλά προσαρμοσμένος κάπου, που δεν έχει συνοχή με κάτι 3. αυτός που δεν είναι καλά κλεισμένος, μισάνοιχτος, γειρτός 4. κρυφούτσικος, υπόκωφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + κούφος] … Dictionary of Greek